θεατροκρατία

θεατροκρατία
θεατροκρατία, ἡ (Α)
το κράτος τών θεατών, η απόλυτη εξουσία τών θεατών στο θέατρο, η επικράτηση και επιβολή τής γνώμης τών θεατών για ένα παριστανόμενο δράμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + -κρατία < -κρατής < κράτος, πρβλ. δημο-κρατία. λαο-κρατία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θεατροκρατία — θεατροκρατίᾱ , θεατροκρατία rule exercised by the spectators in a theatre fem nom/voc/acc dual θεατροκρατίᾱ , θεατροκρατία rule exercised by the spectators in a theatre fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεατροκρατίαν — θεατροκρατίᾱν , θεατροκρατία rule exercised by the spectators in a theatre fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… …   Dictionary of Greek

  • ՏԵՍԱՐԱՆԱՅԱՂԹՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0868 Chronological Sequence: Unknown date գ. θεατροκρατία theatralis potestas. Տիրելն տեսարանի իբրեւ յաղթօղ այլոց. *Փոխանակ քաջայաղթութեանն ʼի սմա՝ եղեւ չարչար տեսարանայաղթութիւն. Պղատ. օրին. ՟Գ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”