- θεατροκρατία
- θεατροκρατία, ἡ (Α)το κράτος τών θεατών, η απόλυτη εξουσία τών θεατών στο θέατρο, η επικράτηση και επιβολή τής γνώμης τών θεατών για ένα παριστανόμενο δράμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + -κρατία < -κρατής < κράτος, πρβλ. δημο-κρατία. λαο-κρατία].
Dictionary of Greek. 2013.